Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηώκοιτος — ἠώκοιτος, ό (Α) φρ. «ἠώκοιτος ὕπνος» πρωινός ύπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + κοιτος (< κοίτη) πρβλ. ά κοιτος, ομό κοιτος] … Dictionary of Greek
ἠώκοιτον — ἠώκοιτος morning masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)